- σίφαρος
- ο, ΝΑ, και σείφαρος, Ατριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία τού πλοίουαρχ.(κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr, ασσυριακό šuparraru «απλώνω», ενώ, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», με επιτατικό σι- (πρβλ. Σί-συφος)].
Dictionary of Greek. 2013.